-
1 βουτῡρο-φάγος
βουτῡρο-φάγος, od. - φάγας, ὁ, Butteresser, Anaxandr. bei Ath. IV, 131 b, nach Emend.
-
2 βούτυρο(ν)
το (коровье) масло;φρέσκο βούτυρο(ν) — сливочное масло;
αλατισμένο βούτυρο(ν) — солёное масло;
λ(ε)ιωμένο ( — или μαγειρικό) βούτυρο(ν) — топлёное масло
-
3 βούτυρο(ν)
το (коровье) масло;φρέσκο βούτυρο(ν) — сливочное масло;
αλατισμένο βούτυρο(ν) — солёное масло;
λ(ε)ιωμένο ( — или μαγειρικό) βούτυρο(ν) — топлёное масло
-
4 βούτυρο
[вугиро] ουσ. о. коровье масло,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > βούτυρο
-
5 βούτυρο
[вугиро] ουσ ο коровье масло. -
6 βούτυρο
la mantega -
7 βούτυρο
путерГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > βούτυρο
-
8 βούτυρο
beurre -
9 βούτυρο
masło (n) rzecz. -
10 βούτυρο
máslo -
11 βούτυρο
butterΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > βούτυρο
-
12 βουτῡροφάγος
βουτῡρο-φάγος, od. - φάγας, Butteresser -
13 tereyağı
βούτυρο -
14 beurre
βούτυρο -
15 máslo
βούτυρο -
16 butter
βούτυρο -
17 masło
βούτυρο -
18 масло
масло с 1) το βούτυρο (коровье); το λάδι, το σπορέλαιο (растительное)· το ελαιόλαδο (оливковое)· сливочное \масло το φρέσκο βούτυρο· топлёное \масло το λειωμένο βούτυρο 2) (в живописи): картина \маслом η ελαιογραφία* * *ссли́вочное ма́сло — ο φρέσκο βούτυρο
топлёное ма́сло — το λειωμένο βούτυρο
2) ( в живописи)карти́на ма́слом — η έλαιογραφία
-
19 масло
-а ουδ.1. λάδι, έλαιο, λίπος• βούτυρο•растительное масло λάδι φυτικό•
сливочное масло φρέσκο βούτυρο ή της φέτας•
топлёное масло βούτυρο μαγειρικής ή λιωμένο•
эфирное масло αιθέριο έλαιο•
хлопковое масло βαμπακόλαδο, βαμβακέλαιο•
льняное масло λινέλαιο, λιναρόλαδο•
миндальное масло αμυγδαλέλαιο•
машинное масло λάδι της μηχανής•
смазочное масло μηχανέλαιο•
минеральные -а ορυκτέλαια•
сбивать масло χτυπώ το γάλα, βγάζω βούτυρο•
коровье масло βούτυρο αγελάδας•
завод растительных масел ελαιοτριβείο.
2. χρώματα ελαιογραφίας. || πίνακας ζωγραφικής με ελαιοχρώματα.εκφρ.масло масляное – όχι κρασί με νερό, παρά νερό με κρασί (ταυτόσημο)•подёрнуться -ом – (για μάτια ή βλέμμα) γυαλίζω, λάμπω•как по -у – ομαλά, ήρεμα, απρόσκοπτα•как (будто) -ом по сердцу – που προκαλεί αγαλλίαση•ерунда (чепуха) на постном -е – αερολογίες, ανεμολογίες, κενολογίες, ασημαντολογίες•кашу -ом не испортишь – παρμ. το πολύ βίος μάτια δε βγάζει. -
20 масло
το έλαι/ο, το λάδιантраценовое - (хим.тех.) το ανθρακενιέλαιοгустое - πυκνό -, παχύ -дизельное - το ντίζελ/die-selкасторовое - το ρετσινόλαδο, το ρετσινέλαιοкукурузное - το καλαμποκέλαιο, το λάδι αραβόσιτουкунжутное - см. сезамовое -льняное - του λινόσπορου, το λινέλαιοмашинное - της μηχανής, το μηχανέλαιοминеральное - ορυκτό -, το ορυκτέλαιοподсолнечное - το σπορέλαιο, το ηλιέλαιοрезиновое - ρητίνης, το ρητινέλαιοсоевое - σόγιας, το σογιέλαιοсоляровое - см. соляртерпентинное - см. скипидартоплёное - το λειωμένο βούτυρο, το βούτυρο μαγειρικήςтрансформаторное - μετασχηματιστών (πλ.)турбинное - (αεροστροβίλου/τουρμπίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > масло
См. также в других словарях:
βούτυρο — το λιπαρή ουσία που βγαίνει από το γάλα: Το αγελαδινό βούτυρο είναι το ελαφρύτερο απ’ όλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
λίπη — Οργανικές ενώσεις, οι οποίες περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο. Ο όρος λ. αναφέρεται γενικά σε μείγματα τριεστέρων της γλυκερίνης με κορεσμένα (παλμιτικό, στεαρικό κ.ά.) και ακόρεστα (ελαϊκό κ.ά.) λιπαρά οξέα, τα οποία διαθέτουν 4 20 άτομα… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
αβγοκουλούρα — Το ψωμί ή τσουρέκι που συνηθίζεται στην Ελλάδα στις εορταστικές πασχαλινές ημέρες. Πήρε το όνομά της από το κόκκινο αβγό που σφηνώνουν πάνω της, πριν ψηθεί. Γίνεται με γάλα, αβγά, βούτυρο και αρωματικές ουσίες. Η α. νωρίς συνδέθηκε με την… … Dictionary of Greek
αβουτύρωτος — η, ο [βουτυρώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει βούτυρο 2. αυτός που δεν έχει αλειφτεί με βούτυρο … Dictionary of Greek
αθέρμιστος — η, ο [θερμίζω] 1. λέγεται για το λάδι όταν αυτό προέρχεται από ελιές που δεν περιχύθηκαν με καυτό νερό πριν πιεστούν 2. (για βούτυρο κ.λπ.) αυτός που δεν θερμάνθηκε, δεν ζεματίστηκε για να απαλλαγεί από τις ξένες ουσίες που περιέχει 3. (για… … Dictionary of Greek
βουτυράτος — η, ο 1. αυτός που περιέχει βούτυρο («βουτυράτος μπακλαβάς», «βουτυράτα παξιμάδια» κ.λπ.) 2. εύχυμος και μαλακός σαν βούτυρο («αχλάδια βουτυράτα», «μπιζέλια βουτυράτα») … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
σοκολάτα — Προϊόν που παράγεται με βάση το κακάο και καταναλώνεται ευρύτατα ως τροφή και ως γλύκισμα. Εκτός από τη σκόνη του καβουρντισμένου κακάου, στη σ. προστίθεται ζάχαρη και το βούτυρο του κακάου. Η εκατοστιαία αναλογία των ουσιών αυτών ποικίλλει:… … Dictionary of Greek